- αγγελοσκιάζω
- 1. τρομάζω κάποιον2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια3. ταράζομαι, τρομάζω4. σεληνιάζομαι5. αγγελοκόβω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ. αγγελοκρούω].
Dictionary of Greek. 2013.